Η ορκωμοσία Μπάιντεν στην στρατοκρατούμενη Ουάσιγκτον σηματοδοτεί το πέρασμα των ΗΠΑ σε μια νέα εποχή κατά την οποία η πληγωμένη αμερικανική υπερδύναμη θα επιχειρήσει τη δυναμική της επαναφορά στη διεθνή σκηνή. Έτσι στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων ο Μπάιντεν με το σλόγκαν του «America is back» (Toronto Star 21/1/2021) επιβεβαιώνει ότι θα ακολουθήσει την κλασσική αντίληψη του Δημοκρατικού Κόμματος που στηρίζει τον ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, γεγονός που όπως έχουμε ήδη τονίσει (Russia Today 21/11/2020) αναμένεται να οδηγήσει στην όξυνση του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας με Κίνα και Ρωσία και στην επανάκαμψη των ΗΠΑ στο ρόλο του διεθνούς χωροφύλακα υπό το πρόσχημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την υφήλιο, γεγονός βέβαια που πέραν των άλλων εξυπηρετεί και τα συμφέροντα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ για αύξηση των πωλήσεων όπλων.
Βασικός στόχος του Μπάιντεν είναι η αποκατάσταση των σχέσεων των ΗΠΑ με τους άμεσους γείτονές τους τον Καναδά και το Μεξικό προκειμένου να ενισχυθούν οι οικονομικοί δεσμοί στο πλαίσιο της πάλαι ποτέ NAFTA. Σε σχέση με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Μπάιντεν αναμένεται να τείνει χείρα φιλίας και αποκατάστασης των σχέσεων με την ΕΕ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο γαλλογερμανικός άξονας που επιχείρησε ήδη να ρίξει γέφυρες στην Ουάσιγκτον με στόχο τη διαμόρφωση ενός New Deal στις διατλαντικές σχέσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το κοινό άρθρο που δημοσίευσαν ταυτόχρονα στις 16 Νοεμβρίου 2020 στις εφημερίδες Le Monde, Washington Post και Die Zeit οι υπουργοί εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν και Χάικο Μάας με το οποίο καλούσαν τον Τζο Μπάιντεν να προχωρήσει σε αναθέρμανση των διατλαντικών σχέσεων οι οποίες ομολογουμένως είχαν διαταραχθεί επί προεδρίας Τραμπ ο οποίος δεν δίστασε να κηρύξει εμπορικό πόλεμο και στην ΕΕ.
Έτσι ο γαλλογερμανικός άξονας επανήλθε ζητώντας από τον Μπάιντεν να ακολουθήσει το γνωστό business as usual που δεν είναι τίποτε άλλο από την αναθέρμανση των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ-ΕΕ, στο πλαίσιο μιας νέας διατλαντικής σχέσης η οποία όμως θα ανακατανείμει τους ρόλους όχι μόνο στην οικονομία και στο εμπόριο αλλά και στα θέματα ασφάλειας με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα του ΝΑΤΟ, της αντιμετώπισης της Ρωσίας και της Κίνας καθώς και ορισμένων περιφερειακών παικτών όπως είναι το Ιράν και η Τουρκία.
Στο πεδίο της οικονομίας τα κεκτημένα της προεδρίας Τραμπ δεν είναι εύκολο να ανατραπούν αβρόχοις ποσίν καθώς ιδίως στη φάση της πανδημίας είναι βέβαιο ότι ο Μπάιντεν προς απογοήτευση των Βρυξελλών απ΄ ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου του σε σχέση με τη στήριξη των αμερικανικών πολυεθνικών και την προτίμηση στα αμερικανικά προϊόντα. Αλλά και στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Μπάιντεν προκύπτει ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στις «παλιές καλές ημέρες του Ομπάμα» περί ελευθέρου εμπορίου, μιας και ο Μπάιντεν προτιμά πλέον να διακηρύσσει ότι είναι υπέρ του «δίκαιου εμπορίου», δηλαδή υπέρ ενός περιορισμένου προστατευτισμού στο πεδίο των εμπορικών σχέσεων με την επιβολή δασμών για λόγους δήθεν προστασίας του περιβάλλοντος και των εργασιακών δικαιωμάτων. Και αυτό σημαίνει ένταση του οικονομικού ανταγωνισμού με το Πεκίνο ιδίως τώρα που αυτό ενίσχυσε τη θέση του με την πρόσφατη υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας Ασίας-Ειρηνικού (RCEP) στην οποία εκτός από την Κίνα συμμετέχουν Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Αυστραλία και άλλες 11 χώρες που δημιουργούν πλέον το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο με 26 τρις δολάρια ΑΕΠ και καταναλωτές το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού (The Japan Times 16/11/2020).