Written by 07:41 Featured, Πάτρα-Δυτική Ελλάδα

Ο βομβαρδισμός της Πάτρας το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του 1940- Οι πρώτοι νεκροί του πολέμου

Η Πάτρα ήταν η πρώτη πόλη που έμελλε να δώσει το αίμα της λίγες ώρες μετά την κήρυξη του πολέμου! Ήταν η πρώτη πόλη που βομβαρδίστηκε εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του 1940.

Όλα ξεκίνησαν στις 9.20 το πρωί όταν η Ιταλική αεροπορία άρχισε να ρίχνει βόμβες από ύψους 200 μόλις μέτρων εναντίον των συγκεντρωμένων στους δρόμους και στις πλατείες πολιτών που στην αρχή πίστεψαν πως πρόκειται για ελληνικά αεροπλάνα ή για γυμνάσια και έμεναν να κοιτάζουν μουδιασμένοι.

Τις περισσότερες βόμβες δέχθηκε η περιοχή της οδού «Τριών Ναυάρχων» και πολλοί πίστεψαν τότε ότι οι Ιταλοί πιλότοι θεώρησαν τα δέντρα, τα οποία βρίσκονταν τοποθετημένα σε διάταξη ανά δύο, για ελληνικό στράτευμα.

Βόμβες έπεσαν επίσης και στις οδούς Γούναρη, Αγίου Ανδρέα, Ρήγα Φεραίου κ.λπ., καθώς και στη συνοικία του Αγίου Διονυσίου, την συνοικία στην οποία διέμεναν και οι Ιταλοί της Πάτρας.

Κατά τους βομβαρδισμούς αυτούς χτυπήθηκαν τόσο τα λιμάνια της Πάτρας όσο και της Ναυπάκτου, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν οι Ιταλοί να βυθίσουν κάποιο πλοίο.

 

Η αεροπορική επιδρομή είχε αντικειμενικό σκοπό να πλήξει τη γραμμή συγκοινωνιών Πατρών-Κρυονερίου, με την οποία γινόταν η μεταφορά στρατευμάτων και υλικού στην Αιτωλοακαρνανία.

Για τον πρώτο βομβαρδισμό επί ελληνικού εδάφους, αυτόν της πόλης των Πατρών, η εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Τρίτης 29 Οκτωβρίου 1940 περιγράφει: «Άνανδρος βομβαρδισμός κατά αμάχου πληθυσμού». Εκ των σημερινών βομβαρδισμών κατά υπό ιταλικών αεροπλάνων της πόλεως Πατρών, διεπιστώθησαν μέχρι στιγμής νεκροί 50, τραυματίες 100 επί αμάχου πληθυσμού. Επίσης εφονεύθη εις αστυνομικός και ετραυματίσθησαν 3. Ζημίαι εις κτίρια ελάχισται. Ο υπερβολικός αριθμός των θυμάτων οφείλεται εις το γεγονός ότι ο άμαχος πληθυσμός παρέμεινε κατά την ώραν του βομβαρδισμού εις ακάλυπτους χώρους και δεν ετήρησε τα στοιχειώδη μέτρα αυτοπροστασίας, καταφεύγων κατά τη διάρκεια του συναγερμού εις υπόγειους χώρους, ή έστω ισόγειους των οικείων τους προχείρως διασκεαυζομένους».

 

Οι νεκροί τελικά όπως δημοσίευσε η εφημερίδα «ΣΗΜΕΡΙΝΗ» στο φύλλο της στις 28.10.1945 ήταν 193, εκ των οποίων 125 άνδρες, 43 γυναίκες και 25 παιδιά.

Η αγωνία για τους συγγενείς που χάθηκαν τα ίχνη τους μετά τον πρώτο βομβαρδισμό, η ενημέρωση για την παροχή περίθαλψης στους τραυματίες, για τη λειτουργία των καταφυγίων, για την καταβολή των μισθών στους εργαζόμενους, αλλά και για την κάλυψη των πρώτων αναγκών, περιγράφονται στις στήλες των εφημερίδων, όπως επίσης και οι οδηγίες που έδινε η Νομαρχία προς τους κατοίκους.

Τα πρώτα πολεμικά ανακοινωθέντα
Ξεφυλλίζοντας την ημερήσια εφημερίδα της Πάτρας, «Νεολόγος», τα τεύχη της οποίας έχουν διασωθεί και εκτίθενται στο μουσείο Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων, πέρα από τα πολεμικά ανακοινωθέντα, που είναι το βασικό θέμα, ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να αντλήσει διάφορες πληροφορίες για το πώς λειτουργούσε η πόλη και κυλούσε η ζωή εκείνες τις δύσκολες ημέρες.

Οι αγνοούμενοι του πολέμου

Ειδικότερα, στις μικρές αγγελίες των πρώτων ημερών του πολέμου με το «ΟΧΙ» των ελλήνων στους Ιταλούς, δεν δημοσιεύονταν αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, αναζήτηση εργασίας, κ.α., αλλά ζητούνταν πληροφορίες για αγνοούμενους, ενώ ταυτόχρονα Πατρινοί που διασώθηκαν, προσπαθούν να ενημερώσουν με αυτό τον τρόπο τους οικείους τους, για το πού ακριβώς βρίσκονται.
Άλλωστε, όπως έχει περιγραφεί, μετά τον πρώτο βομβαρδισμό της Πάτρας πολλοί κάτοικοι που κατάφεραν να γλιτώσουν, έσπευσαν να φύγουν από την πόλη και να βρουν καταφύγιο στα περίχωρα και γειτονικές κοινότητες, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν τι απέγιναν συγγενείς τους, τα ίχνη των οποίων έχασαν την ώρα του πανικού.
Μάλιστα, λόγω της φυγής των κατοίκων, ο τότε νομάρχης ζητούσε από τους κατοίκους των χωριών να ανοίξουν τα σπίτια τους και να τους παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια. Λίγες ημέρες μετά, όταν οι Πατρινοί άρχισαν να επιστρέφουν στην πόλη, ο νομάρχης καλούσε ιδιαιτέρως τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς, τους αρτοποιούς, τους αρτεργάτες και τους παντοπώλες να επιστρέψουν στις εργασίες τους.
Ειδικά για τους φαρμακοποιούς και τους παντοπώλες, αναφέρεται ότι αν δεν ανοίξουν αμέσως τα φαρμακεία και τα καταστήματά τους, τα προϊόντα θα κατάσχονται και θα δημεύονται οι περιουσίες τους.

“Μπροστά στο «Πάνθεον» , ποτάμι το αίμα…”

Το σκηνικό που επικράτησε περιγράφει η Πατρινή Μαρία Μανωλάκου στο βιβλίο της «Από το Ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής».

Η Μαρία Μανωλάκου ήταν μαθήτρια τότε και όταν έπεσαν οι πρώτες βόμβες βρισκόταν στο σχολείο και περιγράφει: «[…] Πετιέμαι βολίδα στο ραδιόφωνο, να σου και η Κατερίνα και μόλις πιάνουμε την τελευταία φράση στο διάγγελμα. «Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Και μετά ο Εθνικός Ύμνος. Το τι έγινε τότε, σωστό παραλήρημα. Σε λίγα λεπτά όλη η Πάτρα στο πόδι. Ο τόπος να βουίζει απ΄τ” αεροπλάνα κι ο κόσμος να τα χαιρετάει σαν τρελός., πετώντας ψηλά καπέλα, μαντήλια, οτιδήποτε νομίζοντας ότι είναι Ελληνικά. -Γεια σας λεβεντοπαιδα -Δικά μας είναι, δε βλέπετε τα χρώματα; – Άντε να πάμε και στην Ρώμη! Και στο σχολείο πανζουρλισμός […] Ξάφνου η γη χοροπήδησε. Κάτι φριχτά μπουμπουνητά μας έσκισαν τ΄αυτιά και μας έπνιξαν οι σοβάδες. Μπόμπες! Ορμήσαμε στα παράθυρα.Μαύρα σύννεφα σκεπάζανε την κάτω πόλη. Μα πως..αφού τ΄αεροπλάνα είναι δικά μας , άρα…δεν είναι; Κερώσαμε όλες. Μερικές πέσανε λιπόθυμες. […] Σπίτια, αυτοκίνητα, όλα στις φλόγες. Μπροστά στο «Πάνθεον» , ποτάμι το αίμα. Πλήθος άνθρωποι χτυπημένοι να βογκάνε κι άλλοι πεσμένοι από πάνω τους να φωνάζουν βοήθεια. Νοσοκόμες και προσκοπίνες (χωρίς στολή) να τρέχουν με τα φορεία. Πέφτουμε πάνω στην αρχηγό που μας λέει κοφτά: «Στο Νοσοκομείο αμέσως για αίμα!».

“Μια άδεια πόλη”

Ο αρχιτέκτονας  Γιάννης Βασιλείου, που τα κτήρια του στολίζουν ακόμα την Πάτρα , ενώ το Αρχαίο Ωδείο του οφείλει την λαμπρή μαρμάρινη στολή του, σε περιγραφή του σημειώνει: «Την Τετάρτη το πρωί, 30 Οκτωβρίου,  γράφει ο Γιάννης Βασιλείου στις «Αναμνήσεις του από την Παληά Πάτρα», έγινε νέος μεγάλος βομβαρδισμός. Οι βόμβες πέφτανε συνέχεια η μία αμέσως μετά την άλλη.

Βρέθηκα τυχαία στο ισόγειο του ξενοδοχείου « Μαζέστικ» . Άκουγα να χαλάει έξω ο κόσμος από τις αδιάκοπες εκρήξεις. Είχα κάνει το κτήριο πριν λίγα χρόνια και ήξερα πως υπήρχαν από πάνου μας πέντε πλάκες μπετόν αρμέ. Ήμουνα απόλυτα βέβαιος πως δεν γινόταν να φθάσουν οι βόμβες ως κάτω.

Στον δεύτερο βομβαρδισμό, οι σκοτωμένοι δεν ήταν πολλοί. Μα ύστερα από αυτόν συμπληρώθηκε η γενική έξοδος.  Άδειασε εντελώς  ολάκερη η πόλη. Κανένας πια δεν τολμούσε να μείνει εκεί την νύκτα. Όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη να πάρουν κάτι έρχονταν  πρωί πρωί , μονάχα για λίγο και βιάζονταν σαν κατατρεγμένοι  να ξαναφύγουν το γρηγορότερο.»

Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόση φρίκη και ταραχή μου προκάλεσε η ακατοίκητη Πάτρα , όταν πήγα να κάνω ένα γύρο την Πέμπτη , αργά το βράδυ. Είναι απίστευτα θλιβερό, συγκλονιστικά αποκαρδιωτικό συναίσθημα, όταν ξέρεις μία πόλη ολοζώντανη και χαρούμενη να την δεις ξαφνικά  εντελώς εγκαταλειμμένη. Νεκρωμένη απόλυτα από κάθε παλμό ζωής . Η τραγική εντύπωση έχει κάτι από την παγωμάρα του θανάτου.  Σε αναστατώνει και σε αγριεύει αφάνταστα».

Νόμισα πως βρισκόμουνα σε μια νεκρή στοιχειωμένη πολιτεία. Πως από στιγμή σε στιγμή θα παρουσιάζονταν , σε κάθε γωνιά μυστηριώδη φαντάσματα . Παντού ήταν απλωμένη βουβαμάρα νεκροταφείου , σπαρακτική σαν άφωνο πικρόχολο μοιρολόι. Το φεγγάρι , μελαγχολικό και αυτό φώτιζε τους ερημωμένους δρόμους και τα κατάκλειστα και άδεια σπίτια, σαν να ήταν αναμμένα αμέτρητα νεκροκέρια . Αργοπερπάτησα ολομόναχος στις οδούς Μαιζώνος, Γούναρη, Αγίου Ανδρέου, στην απελπιστική και αγχώδη ηρεμία εκείνης της νύκτας.»Ούτε ο παραμικρός θόρυβος δεν τάραζε την απόλυτη σιωπή.

Μονάχα τα ρολόγια των εκκλησιών ακούγονταν κάθε τόσο να μετράνε μονότονα τις ώρες, σαν καμπάνες που σημαίνουν λυπητερά όταν κάποιος πεθαίνει. Έσερνα  τα βήματά μου , χωρίς να συναντήσω ούτε έναν άνθρωπο. Χωρίς να δώ ούτε μία πόρτα ανοικτή ή ένα παράθυρο φωτισμένο. Οι μόνες ζωντανές υπάρξεις που κυκλοφορούσαν , περίλυπες και τρομαγμένες , ήταν ασυγκράτητο πλήθος από γάτες . Δεν πίστευα  πως μπορούσαν να είναι τόσες πολλές γάτες στην Πάτρα.

Είχαν βγει πεινασμένες από τα εγκαταλειμμένα σπίτια και ξεχύθηκαν σα χαμένες στους δρόμους γυρεύοντας εδώ και εκεί κάτι να φάνε , χωρίς τίποτε να βρίσκουν. Δεν υποφέρουν μονάχα οι άνθρωποι από την θεϊκή κατάρα και το μεγάλο κακό που λέγεται πόλεμος. »Δεν ξαναμπήκα στην πόλη , ούτε για να την αποχαιρετήσω που θα έφευγα για το Μέτωπο.

Δεν είχα την διάθεση αλλά ούτε και το κουράγιο , να την δώ ακόμη μια φορά , όπως εκείνο το κακόκαρδο βράδυ με το θλιβερό φεγγαρόφωτο και τις ταλαιπωρημένες γάτες. Η απόκοσμη ερημιά της, η  νεκραμάρα , η σιωπή της , έμειναν στην θύμησή μου σα μεταφυσική εικόνα από εφιαλτική κόλαση , ακόμα και από τους φοβερούς βομβαρδισμούς πιό απαίσια και αποτρόπαιη…».

Πηγή: tempo24.news

(Visited 67 times, 1 visits today)
Close