Η ανανεωμένη αμυντική συμφωνία Ελλάδας- ΗΠΑ αναβαθμίζει τις σχέσεις σε ένα νέο επίπεδο, στο οποίο δεν είχαν βρεθεί ποτέ στο παρελθόν, επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής». «Έχουν βελτιωθεί κατά τρόπο εντυπωσιακό, χωρίς προηγούμενο και έχουν πλέον αποκτήσει στρατηγικό χαρακτήρα», τόνισε.
Ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη επένδυσε στην προσπάθεια αυτή, ενώ υπενθύμισε πως και οι δύο τροποποιήσεις της συμφωνίας έγιναν από την παρούσα κυβέρνηση και οι δύο από τους συνολικά τρεις γύρους του στρατηγικού διαλόγου έλαβαν χώρα την τελευταία διετία.
Αναφέρει ακόμη πως η πενταετής ανανέωση «έχει θετικό πολιτικό και αμυντικό αντίκτυπο για την Ελλάδα», καθώς «οι ΗΠΑ, την στιγμή που έχουν το βλέμμα στραμμένο στην Ασία και αποχωρούν από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, δεσμεύονται να σταθμεύουν και να αναπτύσσουν δυνάμεις τους στο ελληνικό έδαφος, για τουλάχιστον την επόμενη πενταετία και πιθανότατα για πολύ μακρύτερο χρονικό διάστημα».
«Η παρουσία αυτή θωρακίζει περαιτέρω τη χώρα μας από εξωτερικές απειλές» προσθέτει. «Αν μία χώρα σχεδιάζει το “απονενοημένο διάβημα”, να μας επιτεθεί, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της ότι σταθμεύουν αμερικανικά στρατεύματα στη χώρα μας».
Ο κ. Δένδιας επισημαίνει πως η πενταετία σημαίνει ότι δεσμεύεται τόσο η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση όσο και η επόμενη, ανεξαρτήτως της προσέγγισης που αυτή θα έχει στην εξωτερική πολιτική. «Άρα παρέχει ένα πλαίσιο σταθερότητας, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για εμάς».
«Προκειμένου να πραγματοποιηθεί μία επένδυση και να αποδώσει, ο επενδυτής επιθυμεί να υπάρχει προοπτική σε βάθος χρόνου», σημειώνει και προσθέτει πως «η πενταετής αρχική διάρκεια θα επιτρέψει τη δέσμευση των σχετικών κονδυλίων και την έγκριση τους από το Κογκρέσο, για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων στις επιλεγμένες τοποθεσίες, κάτι που βέβαια δεν επέτρεπε η ετήσια ανανέωση. Οι εγκαταστάσεις αυτές θα χρησιμοποιούνται και από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. ‘Αρα οι επενδύσεις που θα γίνουν ωφελούν κατά βάση την ελληνική πλευρά».
Ερωτηθείς σχετικά με το χρόνο που πήρε η διαπραγμάτευση, ο κ. Δένδιας υπενθυμίζει πως αυτή είχε ξεκινήσει ήδη από το 2020 με την προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση και στη συνέχεια πήρε χρόνο από πλευράς ΗΠΑ η τοποθέτηση «ανθρώπων – κλειδιά» στα δύο υπουργεία που είχαν την επίβλεψη των διαπραγματεύσεων.
Αναφορικά με το γιατί τελικά οι Αμερικανοί δεν προχώρησαν στη στάθμευση σε κάποια νησιωτική περιοχή, όπως η Σκύρος, ο κ. Δένδιας διευκρινίζει ότι η ελληνική πλευρά δεν υπέβαλε πρόταση για τη Σκύρο, αλλά η πλευρά των ΗΠΑ ήρθε στη διαπραγμάτευση με μία αρχική πρόταση, η οποία περιλάμβανε και άλλες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της Σκύρου.
«Δεν είναι πρωτοφανές σε μία διαπραγμάτευση μια πλευρά να ζητάει κάτι και μετά να το αποσύρει. Αλλά δεν θα μπω σε θεωρίες συνομωσίας. Όπως ότι οι Αμερικανοί φοβήθηκαν την αντίδραση της Τουρκίας», σημειώνει και προσθέτει: «Αν η τουρκική αντίδραση ήταν τόσο σημαντική, δεν θα είχαν επιλέξει στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη, λίγα χιλιόμετρα από τον Έβρο, ούτε τον ναύσταθμο στη Σούδα, σε ένα νησί στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου. Η συμφωνία επιτρέπει την επιλογή και άλλων τοποθεσιών στο μέλλον. Άρα η παρούσα επιλογή δεν είναι κατ’ ανάγκην τελική. Εξάλλου, η επιστολή του Αμερικανού ομολόγου μου αναφέρεται ρητά στο ενδεχόμενο οι αμερικανικές δυνάμεις να χρησιμοποιούν ελληνικά νησιά, για εκπαίδευση ή επιχειρήσεις στα ελληνικά νησιά».
Ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει πως πρώτη προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και έπεται η Μέση Ανατολή, ενώ η Ευρώπη ακολουθεί.
«Δεν είναι πρωτοφανές σε μία διαπραγμάτευση μια πλευρά να ζητάει κάτι και μετά να το αποσύρει. Αλλά δεν θα μπω σε θεωρίες συνομωσίας. Όπως ότι οι Αμερικανοί φοβήθηκαν την αντίδραση της Τουρκίας», σημειώνει και προσθέτει: «Αν η τουρκική αντίδραση ήταν τόσο σημαντική, δεν θα είχαν επιλέξει στρατόπεδο στην Αλεξανδρούπολη, λίγα χιλιόμετρα από τον Έβρο, ούτε τον ναύσταθμο στη Σούδα, σε ένα νησί στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου. Η συμφωνία επιτρέπει την επιλογή και άλλων τοποθεσιών στο μέλλον. Άρα η παρούσα επιλογή δεν είναι κατ’ ανάγκην τελική. Εξάλλου, η επιστολή του Αμερικανού ομολόγου μου αναφέρεται ρητά στο ενδεχόμενο οι αμερικανικές δυνάμεις να χρησιμοποιούν ελληνικά νησιά, για εκπαίδευση ή επιχειρήσεις στα ελληνικά νησιά».
Ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει πως πρώτη προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και έπεται η Μέση Ανατολή, ενώ η Ευρώπη ακολουθεί.
«Στο πλαίσιο αυτό, είναι εξαιρετικά θετικό για τα εθνικά μας συμφέροντα ότι οι ΗΠΑ αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην χώρα μας. Βλέπουν την Ελλάδα ως μια χώρα που μπορεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων και στην ένταξη τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης μας αντιμετωπίζουν ως γέφυρα μεταξύ της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου με την Ευρώπη». Προσθέτει δε πως οι ιδιαίτερα αγαστές σχέσεις που έχει αναπτύξει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με το Ισραήλ και τις σημαντικότερες Αραβικές χώρες παίζουν καθοριστικό ρόλο, ενώ για αυτό το λόγο στην επιστολή του Αμερικανού ΥΠΕΞ, υπάρχει αναφορά στην προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.
«Γίνεται ειδική μνεία, για πρώτη φορά, στην ανάγκη σεβασμού των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, το οποίο αναγνωρίζεται ως εθιμικό δίκαιο που δεσμεύει όλα τα κράτη. Η αναφορά αυτή αποτελεί σημαντική επιτυχία για τη χώρα μας. Αποδεικνύει ότι οι δύο χώρες έχουν κοινή ανάγνωση της πραγματικότητας», υπογραμμίζει.
Ο κ. Δένδιας αναφέρει ακόμη ότι το Κογκρέσο, και ιδιαίτερα η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας υπό την προεδρία του γερουσιαστή Μενέντεζ, «έχει πάρει σαφή θέση όσον αφορά την Τουρκία και ιδιαίτερα την διολίσθηση της προς μία αντιδημοκρατική και αντιδυτική κατεύθυνση, η οποία δεν συμβαδίζει με την βούληση μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας», ενώ υπενθυμίζει τα ιδιαίτερα εγκωμιαστικά σχόλια του Αμερικανού ΥΠΕΞ, ο οποίος αναφέρθηκε στον «ηγετικό ρόλο της Ελλάδας» στην περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, όμως προσθέτει πως «υπάρχουν υπηρεσιακά στελέχη της “Administration” που διακατέχονται ακόμα από μια περισσότερο συντηρητική προσέγγιση, η οποία έχει ως πρωταρχικό στόχο “να μην απωλεσθεί η Τουρκία” για τη Δύση, έχοντας στο νου την μετά-Ερντογάν εποχή».
«Η προσέγγιση αυτή είναι μάλλον ξεπερασμένη», σημειώνει. «Η σημερινή Τουρκία δεν έχει καμία σχέση με την χώρα που ήταν πριν από δύο δεκαετίες και ακόμα περισσότερο με τη χώρα που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952. Αυτό μένει να το αφομοιώσει η γραφειοκρατία στην Ουάσιγκτων και του ΝΑΤΟ. Και βεβαίως, μαζί με φίλους και συμμάχους μας, καταβάλλουμε προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή».
Πηγή: ΑΠΕ